- σταθῆναι
- быть сделано устойчивоебыть сделан устойчивым стать устоять
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σταθῆναι — ἵστημι make to stand aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)